εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στην «Ωδή στον Βύρωνα», υμνεί τις περήφανες ηρωίδες Σουλιώτισσες και την αυτοθυσία τους με τα παρακάτω λόγια:
«Τες εμάζωξεν στο μέρος
του Ζαλόγγου το ακρινό
της ελευθερίας ο έρως
και τις έμπνευσε χορό…»
Δεν ήταν αυτός όμως που τις έκανε γνωστές. Γνωστές έγιναν από μόνες τους για την περηφάνια και την αυτοθυσία τους όταν κατάλαβαν ότι θα έπεφταν στα χέρια των Τούρκων.
Ο Δεκέμβρης του 1803 ήταν ο μήνας που σημάδεψε και σημαδεύτηκε το Σούλι.
Ήταν η χρονιά που ερήμωσε το Σούλι. Πολλοί το εγκατέλειψαν, άλλοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και άλλοι συνειδητά έμειναν και πέθαναν για τα ιδανικά και την πατρίδα τους.
Την 12η Δεκεμβρίου ανήμερα την υπογραφής της συνθήκης με τους Τούρκους, ο καλόγερος Σαμουήλ μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες αντί να παραδώσει το Κούγκι όπως είχε συμφωνηθεί βάζει φωτιά στις πυριτιδαποθήκες και το ανατινάζει.
Παίρνει μαζί του στον άλλο κόσμο ουκ ολίγους Τουρκαλβανους του Αλη Πασά.
Ο Τούρκος αξιωματούχος αθετεί μετά από αυτό την συμφωνία του και στέλνει 2000 Τουρκαλβανούς στο Σουλι για αντίποινα.
Το ένα, από χίλιους Τουρκαλβανούς, υπό την ηγεσία του Μπεκίρ Τζογαδούρου, προχωρά και καταλαμβάνει όλα τα σημεία ΒΑ του Ζαλόγγου απ’ όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι Σουλιώτες, ενώ το άλλο, από χίλιους άνδρες επίσης, με επικεφαλής τον Βελή, γιο του Αλή πασά, κατευθύνεται στο χωριό Καμαρίνα που βρίσκεται κάτω από το Ζάλογγο και είναι έτοιμο να επέμβει.
Διαταγή άνωθεν
Οι Τουρκαλβανοί, καλούν τους Σουλιώτες να παραδώσουν τα όπλα και να μεταβούν στα Γιάννενα,όπου ο ίδιος ο Αλή θα ορίσει τον νέο τόπο διαμονής τους. Οι Σουλιώτες γνωρίζοντας τι τους περιμένει, αρνούνται κατηγορηματικά και αποφασίζουν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος.
Μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών, δόθηκαν σκληρές μάχες. 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, έσπασαν τον κλοιό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Μια άλλη ομάδα, υπό τον Ν. Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Μπεκίρ Τζογαδούρου, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός (βλάμης) του Κουτσονίκα.
Θάρρος και περηφάνια απ’ τις Σουλιώτισσες
Μερικές γυναίκες, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και κατ’ άλλες 22, και λίγοι άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι.
Προτίμησαν από την ατιμία και τη σκλαβιά, τον έντιμο θάνατο μαζί με τα παιδιά τους.
Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους στο βάραθρο κάτω από το Ζάλογγο, οι Σουλιώτισσες σχημάτισαν χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο βάραθρο.
Ο χορός συνοδευόταν, σύμφωνα με την παράδοση, από το θρυλικό τραγούδι:«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή, κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή…».Μαρτυρίες λένε ότι κάποια παιδιά απ αυτά επέζησαν.
Το γεγονός αυτό έκανε τέτοια εντύπωση που πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν και κατέγραψαν το γεγονός.
Κάποιοι μιλούν για 22 γυναίκες κάποιοι για 56 και κάποιοι πάλι για περίπου 100.
Όπως και να έχει όμως η πράξη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης όσον αφορά την αγάπη τους για την πατρίδα και το ήθος αυτών των γυναικών.
Τις τιμούμε κάθε χρόνο στις 18.12 για την παρακαταθήκη που μας άφησαν.