Αυξάνονται τα κρούσματα με νεκρές χελώνες καρέτα-καρέτα, στη θάλασσα της Ηγ/τσας.
Άλλη μία, η τρίτη μέσα σ΄ ένα σίμηνο, εντοπίστηκε σε κατάσταση σήψης στα παράλια της Θεσπρωτίας και ειδικότερα στο Μακρυγιάλι.
Επιστήμονες και φορείς, που είναι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση και προστασία του κινδυνεύοντος -σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας- είδους, έχουν καταγράψει τα περιστατικά, χωρίς, όμως, να είναι σε θέση να εξάγουν συμπεράσματα, πότε και σε ποιο μέρος επήλθε ο θάνατός τους και τι τον προκάλεσε, καθώς νεκροψία – νεκροτομή δεν κατέστη εφικτό να γίνει, λόγω προχωρημένης σήψης των κουφαριών των θαλάσσιων ερπετών.
Είναι δύσκολο, όμως, να συμπεράνει κανείς ποια ρεύματα τις έβγαλαν εκεί που ξεβράστηκαν.
Γενικότερα, οι απειλές που αντιμετωπίζουν οι καρέτα καρέτα στις ελληνικές θάλασσες σχετίζονται με την οικολογική υποβάθμιση των οικοσυστημάτων που τις φιλοξενούν, την κλιματική αλλαγή, τραυματισμούς από ταχύπλοα, παγίδευση σε αλιευτικά εργαλεία -μπλέκονται σε δίχτυα και παραγάδια και τρώνε τα αγκίστρια- και σε κάποιες περιπτώσεις ηθελημένη θανάτωση, αν και τα τελευταία χρόνια με τις καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίηση των ψαράδων τέτοια περιστατικά έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Το μυστήριο γύρω από τους θανάτους των θαλάσσιων χελωνών περιπλέκει το γεγονός ότι, αν δε γίνει νεκροψία – νεκροτομή, εντός 24 ωρών από την ώρα θανάτου το καλοκαίρι και εντός 48 ωρών τον χειμώνα, κανένα συμπέρασμα δε μπορεί να εξαχθεί.
Όταν ένα άγριο ζώο θανατώνεται θα πρέπει να γίνεται νεκροψία – νεκροτομή, τόσο για την προστασία του γενικότερου πληθυσμού και τη διάσωση του είδους, αλλά και για τον εντοπισμό νοσημάτων, που ενδεχομένως μεταδίδονται, για τον υπολογισμό του δείκτη υγείας της θάλασσας.
Μόνο με βάση εμφανείς τραυματικές κακώσεις ή κατάγματα στο κέλυφος μπορεί να υπάρξει εικασία αν ο θάνατος προήλθε ηθελημένα ή από τυχαία αίτια.